δοχειάρης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δοχειάρης < μεσαιωνική ελληνική δοχειάρης < δοχεῖον
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδοχειάρης αρσενικό
- (παρωχημένο) ο υπεύθυνος (μοναχός) για το δοχείο, για την αποθήκη
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία δοχειάρης
|