λόγια μεσαιωνική ελληνική με αρχαία κλίση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ δοράκινον τὰ δοράκινα
      γενική τοῦ δορακίνου τῶν δορακίνων
      δοτική τῷ δορακίν τοῖς δορακίνοις
    αιτιατική τὸ δοράκινον τὰ δοράκινα
     κλητική ! δοράκινον δοράκινα
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δοράκινον → δείτε τη λέξη δωράκινον

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ðoˈra.ci.non/ (ελληνιστική και μεσαιωνική)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

δοράκινον ουδέτερο

  • άλλη γραφή του δωράκινον: είδος ροδάκινου
    ※  7ος αιώνας Παῦλος Αἰγινήτης, Περὶ Ἱατρικῆς Ἑπτά Βιβλία (Ἐπιτομή), 1, 81, 2
    Τὰ δὲ πρεκόκκιά τε καὶ δοράκινα καὶ ᾿Αρμένια κρείττονα τῶν Περϲικῶν· οὔτε γὰρ ὀξύνεται οὔτε ὡϲαύτωϲ διαφθείρεται, εἰϲὶ δὲ καὶ ἡδέα. ()



ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ δοράκινον τὰ δοράκιν
      γενική τοῦ δορακίνου τῶν δορακίνων
      δοτική τῷ δορακίν τοῖς δορακίνοις
    αιτιατική τὸ δοράκινον τὰ δοράκιν
     κλητική ! δοράκινον δοράκιν
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δορακίνω
γεν-δοτ τοῖν  δορακίνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δοράκινον → δείτε τη λέξη δωράκινον

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ðoˈra.ci.non/ (ελληνιστική και μεσαιωνική)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

δοράκινον ουδέτερο

Άλλες μορφές

επεξεργασία