δονάκιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | δονάκιο | τα | δονάκια |
γενική | του | δονακίου & δονάκιου |
των | δονακίων |
αιτιατική | το | δονάκιο | τα | δονάκια |
κλητική | δονάκιο | δονάκια | ||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δονάκιο < (ελληνιστική κοινή) δονάκιον < αρχαία ελληνική δόναξ (καλάμι)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδονάκιο ουδέτερο
- το είδος βακτηριδίου Vibrio cholerae (δονάκιο της χολέρας) που προκαλεί χολέρα