δοθιήνωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δοθιήνωση | οι | δοθιηνώσεις |
γενική | της | δοθιήνωσης* | των | δοθιηνώσεων |
αιτιατική | τη | δοθιήνωση | τις | δοθιηνώσεις |
κλητική | δοθιήνωση | δοθιηνώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, δοθιηνώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δοθιήνωση < δοθιήν(ας) + -ωση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδοθιήνωση θηλυκό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη δοθιήνας
Μεταφράσεις
επεξεργασία δοθιήνωση