δμώς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | δμώς | οἱ | δμῶες |
γενική | τοῦ | δμωός & δμῶος |
τῶν | δμώων |
δοτική | τῷ | δμωΐ | τοῖς | δμωσῐ́(ν) & δμώεσσι(ν)επικός |
αιτιατική | τὸν | δμῶᾰ | τοὺς | δμώᾰς |
κλητική ὦ! | δμώς | δμῶες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δμῶε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | δμώοιν | ||
Εξαίρεση στον τονισμό γενικής πληθυντικού. όπως το μονοσύλλαβα με εξαιρέσεις. | ||||
3η κλίση, Κατηγορία 'Τρώς' όπως «Τρώς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δμώς < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδμώς, -ωός αρσενικό (θηλυκό δμωή)
- δούλος (αρχικά από αιχμαλωσία και κατόπιν, γενικότερα), αιχμάλωτος πολέμου
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- δμώς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δμώς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.