δμωή
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δμωή < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδμωή, -ῆς θηλυκό θηλυκό του δμώς
Άλλες μορφές
επεξεργασία- δμῳή
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 23 (Ψ. Ἆθλα ἐπὶ Πατρόκλῳ.), στίχ. 550 (548-550)
- εἰ δέ μιν οἰκτίρεις καί τοι φίλος ἔπλετο θυμῷ, | ἔστι τοι ἐν κλισίῃ χρυσὸς πολύς, ἔστι δὲ χαλκὸς | καὶ πρόβατ᾽, εἰσὶ δέ τοι δμῳαὶ καὶ μώνυχες ἵπποι·
- Αλλ᾽ αν σου είναι αγαπητός κι εγκάρδια τον λυπείσαι, | πλήθιο χρυσάφι και χαλκός υπάρχει στην σκηνήν σου, | πρόβατα, δούλες και λαμπρά πτερόποδα πουλάρια·
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- εἰ δέ μιν οἰκτίρεις καί τοι φίλος ἔπλετο θυμῷ, | ἔστι τοι ἐν κλισίῃ χρυσὸς πολύς, ἔστι δὲ χαλκὸς | καὶ πρόβατ᾽, εἰσὶ δέ τοι δμῳαὶ καὶ μώνυχες ἵπποι·
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 23 (Ψ. Ἆθλα ἐπὶ Πατρόκλῳ.), στίχ. 550 (548-550)
- δμωίς
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Ἱκέτιδες, 335
- ὡς μὴ γένωμαι δμωὶς Αἰγύπτου γένει.
- Για να μη γίνω στη γενιά του Αιγύπτου σκλάβα.
- Μετάφραση (1930): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Εστία @greek‑language.gr
- ὡς μὴ γένωμαι δμωὶς Αἰγύπτου γένει.
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Ἱκέτιδες, 335
- δμωΐς
Πηγές
επεξεργασία- δμωή - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δμωή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.