Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

δμωή < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δμωή, -ῆς θηλυκό θηλυκό του δμώς

  1. δούλη πολέμου, αιχμάλωτη
  2. (γενικότερα) δούλα, υπηρέτρια
     συνώνυμα: λατινικά ancilla

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία