Ετυμολογία

επεξεργασία
ancilla < υποκοριστικό του ancula

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /anˈkil.la/ [äŋˈkɪlːʲä]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ancilla (la)

Συνώνυμα

επεξεργασία
αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική ancilla ancillae
γενική ancillae ancillārum
δοτική ancillae ancillīs
αιτιατική ancillam ancillās
κλητική ancilla ancillae
αφαιρετική ancillā ancillīs
(α' κλίση)