διόδιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | διόδιον | τὰ | διόδιᾰ |
γενική | τοῦ | διοδίου | τῶν | διοδίων |
δοτική | τῷ | διοδίῳ | τοῖς | διοδίοις |
αιτιατική | τὸ | διόδιον | τὰ | διόδιᾰ |
κλητική ὦ! | διόδιον | διόδιᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | διοδίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | διοδίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαδιόδιον ουδέτερο