διφούρκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | διφούρκι | τα | διφούρκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | διφούρκι | τα | διφούρκια |
κλητική | διφούρκι | διφούρκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
διφούρκι ουδέτερο
- σιδερένιο διχαλωτό εργαλείο, με το οποίο ρίχνουν ξύλα στο ασβεστοκάμινο
Μεταφράσεις επεξεργασία
διφούρκι
|