Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δισκικός η δισκική το δισκικό
      γενική του δισκικού της δισκικής του δισκικού
    αιτιατική τον δισκικό τη δισκική το δισκικό
     κλητική δισκικέ δισκική δισκικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δισκικοί οι δισκικές τα δισκικά
      γενική των δισκικών των δισκικών των δισκικών
    αιτιατική τους δισκικούς τις δισκικές τα δισκικά
     κλητική δισκικοί δισκικές δισκικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

δισκικός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

δισκικός, -ή, -ό

  • που αφορά δίσκο
    ※  Κατά την διάρκεια της σκελετικής ανάπτυξης ο δισκικός όγκος αυξάνει, με αποτέλεσμα τα αγγεία του ινώδους δακτυλίου και των τελικών πλακών να μειώνονται σε αριθμό και σε μέγεθος, ενώ ο αριθμός των κυττάρων νωτιαίας χορδής ελαττώνεται. (Κωνσταντίνος Δάκης, Μηχανισμοί και επιπτώσεις εκφύλισης του μεσοσπονδύλιου δίσκου, Ιατρική Σχολή Πανεπιστημίου Αθηνών, 2016, σελ. 37 [1])

  Μεταφράσεις επεξεργασία