διπλοσάγονο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
διπλοσάγονο ουδέτερο
- η χαλαρότητα του δέρματος στο λαιμό που δίνει την εντύπωση ενός δεύτερου σαγονιού
Μεταφράσεις επεξεργασία
διπλοσάγονο
διπλοσάγονο ουδέτερο