Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
διορθωμός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
διορθωμ
ός
οι
διορθωμ
οί
γενική
του
διορθωμ
ού
των
διορθωμ
ών
αιτιατική
τον
διορθωμ
ό
τους
διορθωμ
ούς
κλητική
διορθωμ
έ
διορθωμ
οί
Κατηγορία
όπως «
ναός
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
διορθωμός
<
διορθώνω
+
-μός
Ουσιαστικό
επεξεργασία
διορθωμός
αρσενικό
(
σπάνιο
)
διόρθωση
,
διόρθωμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
διορθωμός
→
δείτε
τις λέξεις
διόρθωση
και
διόρθωμα