διλεκτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διλεκτικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
διλεκτικός
- από/με δύο λέξεις
- αποτελούμενος από δύο λέξεις
- η λέξη μεταφορά (μετά + φέρω) έχει διλεκτική καταγωγή
- λέω-εκφράζω με δύο λέξεις
- αποτελούμενος από δύο λέξεις
Μεταφράσεις επεξεργασία
διλεκτικός
|