Δείτε επίσης: δικλίδα

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική δικλίς αἱ δικλίδες
      γενική τῆς δικλίδος τῶν δικλίδων
      δοτική τῇ δικλίδ ταῖς δικλίσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν δικλίδ τὰς δικλίδᾰς
     κλητική ! δικλίς* δικλίδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δικλίδε
γεν-δοτ τοῖν  δικλίδοιν
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δικλίς < (δίς) δι- + κλί(νω) +

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δικλίς, -ίδος θηλυκό (στον Όμηρο απαντά μόνο στον πληθυντικό)

  Πηγές επεξεργασία