δικαίος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | δικαίος | οι | δικαίοι |
γενική | του | δικαίου | των | δικαίων |
αιτιατική | τον | δικαίο | τους | δικαίους |
κλητική | δικαίε | δικαίοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- δικαίος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική δικαῖος (αναπληρωτής άρχοντα) < αρχαία ελληνική δίκαιος. Δείτε και το όνομα Δικαίος, Δικαῖος
Ουσιαστικό επεξεργασία
δικαίος αρσενικό
- (χριστιανισμός) επικεφαλής μοναστικής σκήτης με χρέη ηγουμένου
Μεταφράσεις επεξεργασία
δικαίος
|