Δικαίος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Δικαίος < δικαίος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ðiˈce.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Δι‐καί‐ος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΔικαίος αρσενικό
Δείτε επίσης : δικαίος, δικαῖος, Δικαῖος, δίκαιος |
Δικαίος αρσενικό