διευθυντιλίκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | διευθυντιλίκι | τα | διευθυντιλίκια |
γενική | του | διευθυντιλικιού | των | διευθυντιλικιών |
αιτιατική | το | διευθυντιλίκι | τα | διευθυντιλίκια |
κλητική | διευθυντιλίκι | διευθυντιλίκια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- διευθυντιλίκι < διευθυντ(ής) + -ιλίκι
Ουσιαστικό επεξεργασία
διευθυντιλίκι ουδέτερο
- η λειτουργία του διευθυντή
Σημειώσεις επεξεργασία
- Μπορεί να έχει ελαφρά σκωπτική έννοια.
Μεταφράσεις επεξεργασία
διευθυντιλίκι