Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
διαφυλισμός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
διαφυλισμ
ός
οι
διαφυλισμ
οί
γενική
του
διαφυλισμ
ού
των
διαφυλισμ
ών
αιτιατική
τον
διαφυλισμ
ό
τους
διαφυλισμ
ούς
κλητική
διαφυλισμ
έ
διαφυλισμ
οί
Κατηγορία
όπως «
ναός
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
διαφυλισμός
<
δια-
+
φύλο
+
-ισμός
Ουσιαστικό
επεξεργασία
διαφυλισμός
αρσενικό
άλλη μορφή
του
διαφυλία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
διαφυλισμός
→
δείτε
τη λέξη
διαφυλία