διαφιλονίκηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διαφιλονίκηση | οι | διαφιλονικήσεις |
γενική | της | διαφιλονίκησης* | των | διαφιλονικήσεων |
αιτιατική | τη | διαφιλονίκηση | τις | διαφιλονικήσεις |
κλητική | διαφιλονίκηση | διαφιλονικήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, διαφιλονικήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- διαφιλονίκηση < διαφιλονικώ + -ση < αρχαία ελληνική διαφιλονικέω
Ουσιαστικό επεξεργασία
διαφιλονίκηση θηλυκό
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διαφιλονικώ
Μεταφράσεις επεξεργασία
διαφιλονίκηση
|