Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διαφημιστικός η διαφημιστική το διαφημιστικό
      γενική του διαφημιστικού της διαφημιστικής του διαφημιστικού
    αιτιατική τον διαφημιστικό τη διαφημιστική το διαφημιστικό
     κλητική διαφημιστικέ διαφημιστική διαφημιστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διαφημιστικοί οι διαφημιστικές τα διαφημιστικά
      γενική των διαφημιστικών των διαφημιστικών των διαφημιστικών
    αιτιατική τους διαφημιστικούς τις διαφημιστικές τα διαφημιστικά
     κλητική διαφημιστικοί διαφημιστικές διαφημιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαφημιστικός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

διαφημιστικός, -ή, -ό

  1. που έχει σχέση με τη διαφήμιση
    διαφημιστικές καταχωρίσεις στον τύπο· διαφημιστικές πινακίδες στο δρόμο

  Μεταφράσεις επεξεργασία