διαφημιστικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διαφημιστικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαδιαφημιστικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τη διαφήμιση
- διαφημιστικές καταχωρίσεις στον τύπο· διαφημιστικές πινακίδες στο δρόμο
Μεταφράσεις
επεξεργασία διαφημιστικός
|