Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο διαφημιστής οι διαφημιστές
      γενική του διαφημιστή των διαφημιστών
    αιτιατική τον διαφημιστή τους διαφημιστές
     κλητική διαφημιστή διαφημιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαφημιστής < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διαφημιστής αρσενικό (θηλυκό διαφημίστρια)

  1. αυτός που διαφημίζει κάτι
  2. (επάγγελμα) αυτός που ασχολείται επαγγελματικά με τη διαφήμιση

  Μεταφράσεις επεξεργασία