advertiser
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
advertiser | advertisers |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαadvertiser (en)
- (επάγγελμα) ο διαφημιστής, η διαφημίστρια
- ⮡ She works as an advertiser.
- Εργάζεται ως διαφημίστρια.
- ⮡ She works as an advertiser.