Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα διατρέξαντα
      γενική των διατρέξαντων
διατρεξάντων
    αιτιατική τα διατρέξαντα
     κλητική διατρέξαντα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

διατρέξαντα: πληθυντικός αριθμός του διατρέξαν, ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο της μετοχής διατρέξας, λόγια μετοχή ενεργητικού αορίστου του αρχαίου ρήματος διατρέχω < διά + τρέχω [1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διατρέξαντα ουδέτερο στον πληθυντικό

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία