διασυρμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διασυρμός < (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική διασύρω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιασυρμός αρσενικό
- ο εξευτελισμός, η ταπείνωση
Μεταφράσεις
επεξεργασία διασυρμός
διασυρμός αρσενικό