διασημότης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίακαθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | διασημότης | αἱ | διασημότητες | ||||
γενική | τῆς | διασημότητος | τῶν | διασημοτήτων | ||||
δοτική | τῇ | διασημότητι | ταῖς | διασημότησι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | διασημότητα | τὰς | διασημότητας | ||||
κλητική ὦ! | διασημότης | διασημότητες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- διασημότης (μαρτυρείται από το 1858) [1] < διάσημ(ος) + -ότης
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιασημότης θηλυκό
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 283, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου