διαπύλια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | διαπύλια | ||
γενική | των | διαπύλιων & διαπυλίων | ||
αιτιατική | τα | διαπύλια | ||
κλητική | διαπύλια | |||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- διαπύλια < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διαπύλιον < διά + αρχαία ελληνική πύλη
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιαπύλια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (παρωχημένο) φόρος που επιβάλλονταν σε οχήματα, εμπορεύματα ή υποζύγια στις εισόδους (πύλες) μιας πόλης