διανοουμενίστικος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διανοουμενίστικος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
διανοουμενίστικος
- σοφιστικέ, που επιφανειακά ή αισθητικά μοιάζει διανοούμενος
Μεταφράσεις επεξεργασία
διανοουμενίστικος
|