Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
διαμοιβή
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
διαμοιβ
ή
οι
διαμοιβ
ές
γενική
της
διαμοιβ
ής
των
διαμοιβ
ών
αιτιατική
τη
διαμοιβ
ή
τις
διαμοιβ
ές
κλητική
διαμοιβ
ή
διαμοιβ
ές
Κατηγορία
όπως «
ψυχή
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
διαμοιβή
<
διαμείβω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
διαμοιβή
θηλυκό
(
λόγιο
)
αμοιβή
,
ανταμοιβή
,
ανταπόδοση
Μεταφράσεις
επεξεργασία
διαμοιβή
→
δείτε
τις λέξεις
αμοιβή
,
ανταμοιβή
και
ανταπόδοση