διαμεσικότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διαμεσικότητα < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική transmediality. Μορφολογικά αναλύεται σε διαμεσικ(ός) + -ότητα.• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ði.a.me.siˈko.ti.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐α‐με‐σι‐κό‐τη‐τα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιαμεσικότητα θηλυκό
- (τεχνολογία) η ιδιότητα του διαμεσικού, που συνδυάζει πολλαπλά μέσα
Μεταφράσεις
επεξεργασία διαμεσικότητα