διαμήνυση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διαμήνυση | οι | διαμηνύσεις |
γενική | της | διαμήνυσης* | των | διαμηνύσεων |
αιτιατική | τη | διαμήνυση | τις | διαμηνύσεις |
κλητική | διαμήνυση | διαμηνύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, διαμηνύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
διαμήνυση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του διαμηνύω
Μεταφράσεις επεξεργασία
διαμήνυση
|