διαμέτρηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διαμέτρηση | οι | διαμετρήσεις |
γενική | της | διαμέτρησης* | των | διαμετρήσεων |
αιτιατική | τη | διαμέτρηση | τις | διαμετρήσεις |
κλητική | διαμέτρηση | διαμετρήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, διαμετρήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
διαμέτρηση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του διαμετρώ
Μεταφράσεις επεξεργασία
διαμέτρηση
|