Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
διάνθισμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
διάνθισμα
τα
διανθίσμα
τ
α
γενική
του
διανθίσμα
τ
ος
των
διανθισμά
τ
ων
αιτιατική
το
διάνθισμα
τα
διανθίσμα
τ
α
κλητική
διάνθισμα
διανθίσμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
διάνθισμα
<
διανθίζω
+
-μα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
διάνθισμα
ουδέτερο
η
διαδικασία
ή το
αποτέλεσμα
του
διανθίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
διάνθισμα