δημοσιολογία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δημοσιολογία < δημοσιολόγος + -ία (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική publicisme)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδημοσιολογία θηλυκό
- η επιστήμη, έρευνα και εργασία του δημοσιολόγου
Μεταφράσεις
επεξεργασία δημοσιολογία
|