Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δημοσιογραφίσκος οι δημοσιογραφίσκοι
      γενική του δημοσιογραφίσκου των δημοσιογραφίσκων
    αιτιατική τον δημοσιογραφίσκο τους δημοσιογραφίσκους
     κλητική δημοσιογραφίσκε δημοσιογραφίσκοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δημοσιογραφίσκος < δημοσιογράφ(ος) + υποκοριστικό επίθημα -ίσκος με μειωτική σημασία (πρώτη γραπτή εμφάνιση, ίσως το 1884)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δημοσιογραφίσκος αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία