δεκελεικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
δεκελεικός, -ή-ό
- ο αναφερόμενος στην περιοχή της Δεκέλειας
Εκφράσεις επεξεργασία
- Δεκελεικός πόλεμος: η τελευταία φάση του Πελοποννησιακού πολέμου· πήρε το όνομά του από την οχύρωση της Δεκέλειας από τους Σπαρτιάτες
Μεταφράσεις επεξεργασία
δεκελεικός
|