↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δεκαπενταμελής η δεκαπενταμελής το δεκαπενταμελές
      γενική του δεκαπενταμελούς* της δεκαπενταμελούς του δεκαπενταμελούς
    αιτιατική τον δεκαπενταμελή τη δεκαπενταμελή το δεκαπενταμελές
     κλητική δεκαπενταμελή(ς) δεκαπενταμελής δεκαπενταμελές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δεκαπενταμελείς οι δεκαπενταμελείς τα δεκαπενταμελή
      γενική των δεκαπενταμελών των δεκαπενταμελών των δεκαπενταμελών
    αιτιατική τους δεκαπενταμελείς τις δεκαπενταμελείς τα δεκαπενταμελή
     κλητική δεκαπενταμελείς δεκαπενταμελείς δεκαπενταμελή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δεκαπενταμελής < δεκαπεντα- < δεκαπέντε + -μελής < μέλος. Η λέξη από το 1843.[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ðe.ka.pen.da.meˈlis/

  Επίθετο

επεξεργασία

δεκαπενταμελής, -ής, -ές

  1. με 15 (δεκαπέντε) μέλη
  2. (για συμβούλιο) → δείτε  ουσιαστικό δεκαπενταμελές

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)