δαπεδόστρωση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δαπεδόστρωση | οι | δαπεδοστρώσεις |
γενική | της | δαπεδόστρωσης* | των | δαπεδοστρώσεων |
αιτιατική | τη | δαπεδόστρωση | τις | δαπεδοστρώσεις |
κλητική | δαπεδόστρωση | δαπεδοστρώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, δαπεδοστρώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
δαπεδόστρωση θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
δαπεδόστρωση
|