δανειοθάλαμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | δανειοθάλαμος | οι | δανειοθάλαμοι |
γενική | του | δανειοθάλαμου & δανειοθαλάμου |
των | δανειοθάλαμων & δανειοθαλάμων |
αιτιατική | τον | δανειοθάλαμο | τους | δανειοθάλαμους & δανειοθαλάμους |
κλητική | δανειοθάλαμε | δανειοθάλαμοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαδανειοθάλαμος αρσενικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία δανειοθάλαμος
|