δακτυλίωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δακτυλίωση | οι | δακτυλιώσεις |
γενική | της | δακτυλίωσης* | των | δακτυλιώσεων |
αιτιατική | τη | δακτυλίωση | τις | δακτυλιώσεις |
κλητική | δακτυλίωση | δακτυλιώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, δακτυλιώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δακτυλίωση < δακτυλιώ(νω) + -ση • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ða.ktiˈli.o.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δα‐κτυ‐λί‐ω‐ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδακτυλίωση θηλυκό
- τοποθέτηση ενός κρίκου σε πτηνά για την αναγνώρισή τους
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις δακτύλιος, δάχτυλο και δάκτυλος
Μεταφράσεις
επεξεργασία δακτυλίωση
|