δίευρο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | δίευρο | τα | δίευρα |
γενική | του | δίευρου | των | δίευρων |
αιτιατική | το | δίευρο | τα | δίευρα |
κλητική | δίευρο | δίευρα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- δίευρο (νεολογισμός) < (δις) δί- + ευρ(ώ) + -ο
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈði.e.vɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δί‐ευ‐ρο