γυναικοκτόνος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γυναικοκτόνος < ελληνιστική κοινή γυναικοκτόνος < αρχαία ελληνική γυνή + κτείνω
Ουσιαστικό επεξεργασία
γυναικοκτόνος αρσενικό ή θηλυκό
- που διαπράττει γυναικοκτονία
Μεταφράσεις επεξεργασία
γυναικοκτόνος
|