γριβέλα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γριβέλα | οι | γριβέλες |
γενική | της | γριβέλας | — | |
αιτιατική | τη | γριβέλα | τις | γριβέλες |
κλητική | γριβέλα | γριβέλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. Κλίση κατά την κοινή νεοελληνική. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- γριβέλα < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɣɾiˈve.la/ προφορά κατά την κοινή νεοελληνική
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γρι‐βέ‐λα
- ομόηχα: Γριβέλα, Γριβέλλα (γυναικεία επώνυμα)
Ουσιαστικό επεξεργασία
γριβέλα θηλυκό
- (ιδιωματικό, Ανατολική Θράκη) μικρό εργαλείο για τη συλλογή των άχυρων στα αλώνια
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
γριβέλα
|
Πηγές επεξεργασία
- σελ.143 - Δεληγιάννης, Β. (1934-35). "Γλωσσάριο του Δογάν-Κιοϊ-Μαλγάρων". Αρχείου του Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού. 1. Αθήνα: Τυπογραφείον Σεργιάδου. σελ. 143-146.