γραμμογραφία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαγραμμογραφία θηλυκό
- (γραφιστική) ο τρόπος σχεδίασης καθώς και η σημασία των διαφόρων τύπων γραμμών
- ⮡ γραμματογραφία αρχιτεκτονικού σχεδίου
Συγγενικά
επεξεργασία- γραμματογραφία
- γραμμογραφικός
- → δείτε τις λέξεις γραμμή και γράφω
Μεταφράσεις
επεξεργασία γραμμογραφία
|