γραμματοσήμανση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γραμματοσήμανση | οι | γραμματοσημάνσεις |
γενική | της | γραμματοσήμανσης* | των | γραμματοσημάνσεων |
αιτιατική | τη | γραμματοσήμανση | τις | γραμματοσημάνσεις |
κλητική | γραμματοσήμανση | γραμματοσημάνσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, γραμματοσημάνσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γραμματοσήμανση < γραμματόσημο + -ο- + σήμανση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγραμματοσήμανση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του γραμματοσημαίνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία γραμματοσήμανση
|