γραμματοσημαίνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γραμματοσημαίνω < γραμματόσημο + -ο + σημαίνω
Ρήμα
επεξεργασίαγραμματοσημαίνω
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | γραμματοσημαίνω | γραμματοσήμαινα | θα γραμματοσημαίνω | να γραμματοσημαίνω | γραμματοσημαίνοντας | |
β' ενικ. | γραμματοσημαίνεις | γραμματοσήμαινες | θα γραμματοσημαίνεις | να γραμματοσημαίνεις | γραμματοσήμαινε | |
γ' ενικ. | γραμματοσημαίνει | γραμματοσήμαινε | θα γραμματοσημαίνει | να γραμματοσημαίνει | ||
α' πληθ. | γραμματοσημαίνουμε | γραμματοσημαίναμε | θα γραμματοσημαίνουμε | να γραμματοσημαίνουμε | ||
β' πληθ. | γραμματοσημαίνετε | γραμματοσημαίνατε | θα γραμματοσημαίνετε | να γραμματοσημαίνετε | γραμματοσημαίνετε | |
γ' πληθ. | γραμματοσημαίνουν(ε) | γραμματοσήμαιναν γραμματοσημαίναν(ε) |
θα γραμματοσημαίνουν(ε) | να γραμματοσημαίνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | γραμματοσήμανα | θα γραμματοσημάνω | να γραμματοσημάνω | γραμματοσημάνει | ||
β' ενικ. | γραμματοσήμανες | θα γραμματοσημάνεις | να γραμματοσημάνεις | γραμματοσήμανε | ||
γ' ενικ. | γραμματοσήμανε | θα γραμματοσημάνει | να γραμματοσημάνει | |||
α' πληθ. | γραμματοσημάναμε | θα γραμματοσημάνουμε | να γραμματοσημάνουμε | |||
β' πληθ. | γραμματοσημάνατε | θα γραμματοσημάνετε | να γραμματοσημάνετε | γραμματοσημάνετε | ||
γ' πληθ. | γραμματοσήμαναν γραμματοσημάναν(ε) |
θα γραμματοσημάνουν(ε) | να γραμματοσημάνουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω γραμματοσημάνει | είχα γραμματοσημάνει | θα έχω γραμματοσημάνει | να έχω γραμματοσημάνει | ||
β' ενικ. | έχεις γραμματοσημάνει | είχες γραμματοσημάνει | θα έχεις γραμματοσημάνει | να έχεις γραμματοσημάνει | ||
γ' ενικ. | έχει γραμματοσημάνει | είχε γραμματοσημάνει | θα έχει γραμματοσημάνει | να έχει γραμματοσημάνει | ||
α' πληθ. | έχουμε γραμματοσημάνει | είχαμε γραμματοσημάνει | θα έχουμε γραμματοσημάνει | να έχουμε γραμματοσημάνει | ||
β' πληθ. | έχετε γραμματοσημάνει | είχατε γραμματοσημάνει | θα έχετε γραμματοσημάνει | να έχετε γραμματοσημάνει | ||
γ' πληθ. | έχουν γραμματοσημάνει | είχαν γραμματοσημάνει | θα έχουν γραμματοσημάνει | να έχουν γραμματοσημάνει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία γραμματοσημαίνω
|