γράσος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | γράσος | οἱ | γράσοι |
γενική | τοῦ | γράσου | τῶν | γράσων |
δοτική | τῷ | γράσῳ | τοῖς | γράσοις |
αιτιατική | τὸν | γράσον | τοὺς | γράσους |
κλητική ὦ! | γράσε | γράσοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | γράσω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | γράσοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γράσος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγράσος, -ου αρσενικό
- (για τράγο) δυσοσμία, τραγίλα
- (για ανθρώπινο σώμα) δυσοσμία λόγω ιδρώτα
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Προβλήματα (αμφίβολο)w Ὅσα περὶ τὰ δυσώδη, 13.9 @scaife.perseus
- Διὰ τί οἱ τοῦ γράσου ὄζοντες, ὅταν ἀλείφωνται μύρῳ, δυσωδέστεροι γίνονται; ἢ διότι τοῦτο ἐπὶ πολλῶν γίνεται, οἷον ὀξὺ καὶ γλυκὺ συμμιχθὲν τὸ ὅλον γλυκύτερον ἐγένετο.
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Προβλήματα (αμφίβολο)w Ὅσα περὶ τὰ δυσώδη, 13.9 @scaife.perseus
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- γράσος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.