Δείτε επίσης: Γράσος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική γράσος οἱ γράσοι
      γενική τοῦ γράσου τῶν γράσων
      δοτική τῷ γράσ τοῖς γράσοις
    αιτιατική τὸν γράσον τοὺς γράσους
     κλητική ! γράσε γράσοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  γράσω
γεν-δοτ τοῖν  γράσοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γράσος < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

γράσος, -ου αρσενικό

  1. (για τράγο) δυσοσμία, τραγίλα
  2. (για ανθρώπινο σώμα) δυσοσμία λόγω ιδρώτα
    ※  4ος πκε αιώνας Ἀριστοτέλης, Προβλήματα (αμφίβολο)w Ὅσα περὶ τὰ δυσώδη, 13.9 @scaife.perseus
    Διὰ τί οἱ τοῦ γράσου ὄζοντες, ὅταν ἀλείφωνται μύρῳ, δυσωδέστεροι γίνονται; ἢ διότι τοῦτο ἐπὶ πολλῶν γίνεται, οἷον ὀξὺ καὶ γλυκὺ συμμιχθὲν τὸ ὅλον γλυκύτερον ἐγένετο.

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία