Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γομωτήρας οι γομωτήρες
      γενική του γομωτήρα των γομωτήρων
    αιτιατική τον γομωτήρα τους γομωτήρες
     κλητική γομωτήρα γομωτήρες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γομωτήρας < γομώ(νω) + -τήρας, απόδοση για τη γαλλική chargeur [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɣo.moˈti.ɾas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γο‐μω‐τή‐ρας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γομωτήρας αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. γομώνω - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

  Πηγές επεξεργασία

  • Ηλίας Ιω. Καμπανάς, Μονοτονικό Λεξικό της Δημοτικής: Ορθογραφικό, Ερμηνευτικό, Ετυμολογικό (Αθήνα: Οργανισμός Εκδόσεων Καμπανά 1990)