↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γλεντζού οι γλεντζούδες
      γενική της γλεντζούς των γλεντζούδων
    αιτιατική τη γλεντζού τις γλεντζούδες
     κλητική γλεντζού γλεντζούδες
Κατηγορία όπως «αλεπού» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γλεντζού < γλεντζ(ές) + κατάληξη θηλυκού -ού

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɣlenˈd͡zu/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γλεν‐τζού

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

γλεντζού θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε γλεντζές