Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
γλασάρισμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
γλασάρισμα
τα
γλασαρίσμα
τ
α
γενική
του
γλασαρίσμα
τ
ος
των
γλασαρισμά
τ
ων
αιτιατική
το
γλασάρισμα
τα
γλασαρίσμα
τ
α
κλητική
γλασάρισμα
γλασαρίσμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
γλασάρισμα
<
γλασάρω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
γλασάρισμα
ουδέτερο
και
γκλασάρισμα
η
επικάλυψη
ενός
γλυκίσματος
με
γκλάσο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
γλασάρισμα
γαλλικά
:
glaçage
(fr)