Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γκλάσο < γκλασάρω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γκλάσο ουδέτερο

→ δείτε τη λέξη γλάσο